ζωθήκη

ζωθήκη
ζωθήκη, ἡ (Α)
1. δωμάτιο προορισμένο για τη διαμονή και ανάπαυση τών ανθρώπων κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αντίθ. κοιτών
2. κόγχη στον τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + θήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωθήκας — ζωθήκᾱς , ζωθήκη small room wherein to rest by day fem acc pl ζωθήκᾱς , ζωθήκη small room wherein to rest by day fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ZOTHECA — in veter. Inscr. quae Tibure visitur: Herculi. Saxano. sacrum. Ser. Sulpicius. Trophimus. aedem. Zothecam. culinam. Pecunia. sua. a. solo. restituit. etc. iungitur culinae, et pro cellula sumitur, in qua saginabantur viva animalia, ad sacrificium …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”